Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

«Μεγαλοπρέπεια versus Απλότητα, ή Προβληματισμός ενός αρχαρίου χριστιανού»



Γράφει ο Επίσκοπος Πατάρων Ιωσήφ

Ένα παράξενο συναίσθημα στη ψυχή, αλλά ένας ρίγος στην σπονδυλική μου στήλη δημιουργείται, όταν ακούω ότι «με τη δέουσα (βυζαντινή, στις περισσότερες περιπτώσεις) μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα» εορτάστηκε η τάδε Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή ή χειροτονία ή πανήγυρις.

Και αναρωτιέμαι, ίσως με μια υψηλή δόση ρομαντισμού2 και αφέλειας: τί σχέση έχει αυτή, ειδικά αυτή, η «μεγαλοπρέπεια», «λαμπρότητα», «επιβλητικότητα» και «θάμβος» με το Θεό;

Η ορθή μας πίστη μάς επιβάλλει κάτι τέτοιο; Η μακραίωνή μας παράδοση μας κελεύει τέτοια συνήθεια; Τι σημαίνει αυτό το φαινόμενο; Πως ερμηνεύεται;

Πως εναρμονίζονται, λοιπόν, η βυζαντινή μας μεγαλοπρέπεια, όπως κατανοείται και πράττεται σήμερα στην Εκκλησία, με την πραγματικότητα της γέννησης του Χριστού; ή με την βάφτιση; ή με την ίδια την Ανάσταση;

Σε όλα αυτά τα γεγονότα ο Χριστός φαίνεται γυμνός -κυριολεκτικά γυμνός, γυμνός, παρακαλύπτων κάθε δόξα.

Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς πρέπει να γυμνωθούμε τελείως από την μακραίωνή μας πολιτιστική και «θρησκευτική»3 παράδοση, από την ιστορική ροή της Εκκλησίας ως γήινο – θεανθρώπινο- οργανισμό.

Αλλά, πως εναρμονίζονται αμφότερες οι πραγματικότητες; Η απόλυτη του Χριστού και η σχετική η δική μας; Πού βρίσκεται το μέτρο; Μέχρι πού η μίμηση; Μέχρι πού η διαφοροποίηση;

Αυτοί οι προβληματισμοί φαίνεται να είναι ενός αρχαρίου, ή τουλάχιστον ερασιτέχνη!

Ε, μα αυτό είμαι και εγώ. Μάλιστα, πολύ αρχάριος.

Μου φαίνεται ότι πολλές φορές η «μεγαλοπρέπεια» εναντιώνεται στην «αξιοπρέπεια»· ότι η αίσθηση του μέτρου χάθηκε εντελώς· ότι η επίδειξη γίνεται ύβρις και η λεγομένη λαμπρότητα, σκοτισμός.

Η Εκκλησία είναι διαχρονική, εμείς, όμως, έχουμε καταντήσει αναχρονικοί.

Αλλά ακριβώς για αυτό το λόγο υπάρχει η Εκκλησία, για να διατηρείται επίκαιρος ο Θεός, η ουσία δηλαδή, όχι τα μέσα.

Τα μέσα, για να είναι η ουσία πάντα και τοῖς πᾶσι επίκαιρη και διαχρονική, πρέπει να είναι ευέλικτα.

Όμως, τα μέσα απορρέουν από τη σχέση με την ουσία, πάντα αμετάκλητη, σταθερή, εφόσον είναι άκτιστη. Αυτά τα μέσα, λοιπόν, δεν είναι ανεξάρτητα, μια και δεν εννοούνται χωρίς την ουσία: ούτως, καταντάνε ανούσια!

Άρα, (πρέπει να) υπάρχει αλληλουχία, ειρμός, συνοχή.

Ποιός, λοιπόν, ο φόβος; Αλλιώτικα, πως εξηγούνται οι ανά τους αιώνες εξελίξεις στη ζωή του σώματος, στη τελετουργία της Εκκλησίας, ή στις διάφορες παραδόσεις αναφορικά με τη ζωή των χριστιανών, των ιερωμένων, των μοναχών; Διότι υπάρχει εξέλιξη. Ένθεν και ένθεν.

Εξέλιξη κατά φύσιν και παρά φύσιν. Και μετά φύσιν, μάλιστα. Ως θεανθρώπινος οργανισμός, ως δημιουργία Θεού, η Εκκλησία είναι κατά την ιστορική ροή των μελών της μεταβλητή.

Το μόνο αδιάβλητο και ακέραιο παραμένει η ουσία, δηλαδή η άκτιστη ενέργεια του Θεού, δηλαδή ο Θεός που αποκαλύπτεται και δίδεται δωρεάν τοῖς πᾶσι.

Το πρόβλημα προκύπτει, όταν ανατρέπονται αυτά τα βασικά κριτήρια και τα μέσα γίνονται η ουσία και η ουσία το μέσον.


Περιττό να πω ότι η ουσία, ο Θεός, είναι και αρχή, και μέσον και τέλος μέσα στην Εκκλησία: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν…».

Αλλά δεν εννοούσα αυτό. Εννοώ όταν διαστρέφεται η φυσιολογική λειτουργία των ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πραγμάτων, όταν φθείρεται και η (οντολογική) ιεράρχηση αρχών και προτεραιοτήτων στην Εκκλησία και, τέλος, όταν η Εκκλησία γίνεται αυτό- αναφορική.

Τότε ανατρέπονται τα πάντα. Τα άνω κάτω και τα κάτω άνω.

Όχι δημιουργικά, όπως πράττει ο Θεός, αλλά καταστροφικά, όπως πράττει ο Αντίχριστος.

Τότε η Εκκλησία, που είναι το μέγιστο και κατεξοχήν μέσο, γίνεται σκοπός.

Τότε παύει να ενεργείται η χάρη: «καὶ εἶπε· πορεύθητι καὶ εἰπὸν τῷ λαῷ τούτῳ· κοῇ κούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε4».

Τότε παύει και η Εκκλησία να λειτουργεί ως Εκκλησία και, φυσικά, να είναι Εκκλησία.

Τι γίνεται άρα; Μια θρησκευτική οντότητα· μια ΜΚΟ· μια φιλανθρωπική οργάνωση· μια εταιρία· τότε αρχίζει η μετάδοση, όχι της ουσίας, αλλά της πλάνης.

Τότε η λαμπρότητα και η μεγαλοπρέπεια είναι ανάγκη, επιβάλλονται εξάπαντος· τότε η λειτουργική πράξη γίνεται κωμωδία· ο θείος λόγος, φθηνή δημηγορία· η ηθική, ανούσια δεοντολογία· η φιλανθρωπία, άριστη business· η διοίκηση, management· η Σύνοδος, διευθύνον συμβούλιο· η εκκλησιολογία, οδηγός δημόσιων σχέσεων· οι επίσκοποι, διαχειριστές· οι ιερείς, πιόνια· ο πιστός λαός, πελατεία· το δόγμα, μύθος· η πίστη, τρέλα· το Ευαγγέλιο, προϊόν προς πώληση· ο Θεός… ο Θεός;

Ο Θεός δεν έχει θέση σε αυτό το μοντέλο. Δεν μεταβάλλεται ο Θεός, από κανένα· είναι αυτό που είναι, και μεταδίδεται, όπως είναι, ή παραμένει ακοινώνητος. Αναστέλλει τη χάρη και αναμένει.

Όταν διασαλεύεται η οντολογική τάξη και συνεπώς η λειτουργία της Εκκλησίας ένδοθεν, τότε δημιουργείται η ύβρις προς το Θεό.

Είναι μια βόμβα που αναμένει να σκάσει κάποια στιγμή. Σκάει, όμως, και σιγά σιγά.

Ισορροπεί τα πράγματα η χάρη, «ἡ πάντοτε τὰ  σθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ναπληροῦσα”.

Μάλιστα, τα ημέτερα ασθενή και ελλείποντα, αλλά όχι την ημετέρα ύβρις!

Για να ενεργείται η χάρη πρέπει να μεταδίδουμε χάρη, και όχι άλλο πράγμα.

Για να μεταδίδουμε χάρη, πρέπει να σεβόμαστε την «εκκλησιαστική νομοτέλεια»: Ἱεραρχία.

Αυτή αρχίζει από το Χριστό και καταλήγει σε Αυτόν. Exitus. Reditus. Δεν μας χρειάζεται ο Θεός. Ούτε την Εκκλησία χρειάζεται.

Όλοι είμαστε προϊόντα της άμετρής του αγάπης και φιλανθρωπίας. Προϊόντα της ελεύθερής του θέλησης. Είμαστε δώρα. Και η Εκκλησία και εμείς.


Η Εκκλησία είναι μυστήριο και τότε για τους απίστους ένα μεγάλο πρόβλημα και ερωτηματικό.

Για μας, όμως, είναι το φυσικό μας περιβάλλον. Τα πάντα είναι Εκκλησία, διότι ο Δημιουργός και Προνοητής της είναι ὁ πανταχοῦ παρών καὶ τὰ πάντα πληρῶν.

Και τότε είναι και το φυσικό Του περιβάλλον ad extra. Συνυπάρχουμε σε αυτό το χώρο, Θεός και άνθρωποι· αμαρτωλοί και άγιοι: όλοι αναφερόμαστε στην Αρχή, χωρίς διάκριση, αλλά ο καθένας ως μοναδικό θεοειδές ον. Η Εκκλησία είναι ο πολυδιάστατος και φυσιολογικός χωροχρόνος των (υπέρ-) φυσικών θαυμάτων, όπου ο Θεός δεν καταργεί της φύσεως τους νόμους, αλλά τους τελειοποιεί δημιουργικά, και ούτως ως μεγαλοπρεπής και προαιώνιος Δημιουργός των απάντων τολμά και ευδοκεί να γεννάται ως ένα φτωχό μωρό σε μια κωμόπολη της Μέσης Ανατολής, ή να ζει και να δρα ως απλός άνθρωπος, ή να διδάσκεται από τους «ηγουμένους στην πίστη», ή να κλαίει για ένα φίλο πεθαμένο, ή να παραστεί σε ένα γάμο με τη μάννα του, ή να οργίζεται όταν βλέπει την ανομία μέσα στον Ναό του Πατέρα του, ή να ομιλεί με την ξένη Σαμαρείτιδα, ή να καλεί το Ματθαίο ή τον Ζακχαίο, ή να συγχωρέσει την πόρνη, ή να δικαστεί ταπεινά απέναντι στο Συνέδριο ή, τέλος, να δέχεται το εκούσιο πάθος και το θάνατον.

Όλα για μας. Ελεύθερα. Αυτή την επαναστατική ανατροπή προκαλεί ο Χριστός, ο κατεξοχήν πολιτικά λανθασμένος!

Και για αυτό μέχρι σήμερα, πιστοί και άπιστοι τον μνημονεύουν, άλλοι με πίστη, άλλοι με θαυμασμό, άλλοι με απορία. Πρόκειται για την ανατροπή της αγάπης. Της ανιδιοτελούς αγάπης.

Αυτό είναι η Εκκλησία: χώρος επαναστάσεως, ανατροπής και απελευθέρωσης: της αμαρτίας· της αποτυχίας· του κάθε ανθρώπινου ορίου· πάντων των προκαταλήψεων· πάντων των διακρίσεων·

Η Εκκλησία είναι εδώ και σήμερα –και όσο υπάρχει- η διαχρονική κλήση προς πάντες τους ανθρώπους να ταυτισθούν με το Δημιουργό: Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι ὡς ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τέλειός ἐστιν5.

Πιστεύουμε αυτό και το ζούμε. Μεταδίδουμε με τη χάρη του Θεού τη ζωντανή εμπειρία, με ό,τι μέσο έχουμε στη διάθεσή μας και μας παραχωρεί ο Θεός: «Ὃ ἦν απ’  αρχῆς, ὃ  ακηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς...»6

Η αποστολή αυτή είναι κάτι το επείγον. Δεν μπορεί να περιμένει αύριο.

Άλλωστε, ξεχειλίζει φυσικά από την ψυχή και το στόμα του πιστού, απορρέει πλουσιοπάροχα και μεταδίδεται ελεύθερα στους πάντες: η καλή και χαρούμενη είδηση! Εὐαγγέλιον.

Αλλά η Εκκλησία είναι και χώρος πόνου. Θα έλεγα, ότι όλη η κακία και διαστροφή των ανθρώπων εισέρχεται και μεταβάλλεται σε αυτό το οντολογικό χωνευτήρι.


Η Εκκλησία είναι ο έσχατος καταλύτης της ανθρώπινης αδυναμίας, που εκφράζεται στην αποτυχία, την αμαρτία, την άρνηση, το μίσος.

Η Εκκλησία τα λαμβάνει όλα, τα δέχεται όλα και τα μεταμορφώνει· θα έλεγα ότι όλη αυτή η αρνητική ενέργεια έλκεται από την Εκκλησία, καθοδηγείται και περατώνεται σε αυτήν, σε μια διαχρονική στιγμή που γίνεται -εδώ και τώρα- σε κάθε θεία λειτουργία.

Αυτός ο Χριστός γυμνός, ματωμένος, ετοιμοθάνατος πάνω στο σταυρό μάς εγγυάται ότι χύνει το αίμα Του για κάθε πονεμένο, ότι Εκείνος πήρε όλο τον πόνο των ανθρώπων και τον αγίασε και τον μετέτρεψε σε ευκαιρία ζωής και μετά-ζωής.

Αυτόν το Χριστό μεταδίδουμε μέσα στην Εκκλησία: σταυρωμένος, αδύναμος, αδύνατος, πονεμένος, έσχατος. Εκεί κρύβεται η δόξα Του. Εκεί δικαιολογείται.

Εκεί επιτελείται: κένωσις! Ιδού ο γόνος της ανάστασης και της δόξης: ο πόνος, η περιθωριοποίηση, η φτώχεια, η αδυναμία. Και αυτό δεν είναι αντιλογία ή αντίφαση: είναι παράδοξο.

Και η Εκκλησία είναι ο κατεξοχήν χωροχρόνος του παραδόξου! Αυτή η εικόνα του Θεανθρώπου πάνω στον σταυρό ουδεμία λαμπρότητα δείχνει, ή αίγλη. Είναι σκάνδαλο!

Ο Θεός σταυρωμένος; Ο Θεός άνθρωπος; Τρέλα! Αυτόν το Θεόν κηρύττει η Εκκλησία: σταυρωμένο και αναστημένο!

Μια πραγματικότητα που είναι πρόκληση για τη λογική των ανθρώπων όλων των εποχών· ένα Ευαγγέλιο που είναι πρόκληση για το σύστημα αξιών, ιδιαίτερα της σύγχρονης κοινωνίας: κηρύττουμε, λοιπόν, το παράδοξο! Για άλλους παράλογο, αντιφατικό και ψυχοπαθητικό. Πως να μας πιστέψουν;

Το κήρυγμα είναι ζωή. Δυναμική μετάδοση της ζωής. Πρώτα γευόμαστε το Θεόν, μετά τον κηρύττουμε. Υπάρχει και ιεραρχία στην εκκλησιαστική πράξη: ἐν πράξει οντολογία: ορθοπραξία.

Άλλωστε, ούτως έπραξαν οι Απόστολοι και Πατέρες. Αυτή είναι η θεολογική τους μεθοδολογία.

Εάν δεν υπάρχει εμπειρία δεν υπάρχει κήρυγμα. Ούτε (ανά-) μετάδοση της εμπειρίας.

Και φυσικά, ούτε θεολογία. Εάν η Παρακαταθήκη δεν ελήφθη, τότε δεν δύναται να υπάρχει συνέχεια.

Η δανεισμένη εμπειρία από τους θεοφόρους είναι και αυτή μέσον για να λάβω την Παρακαταθήκη, όχι ο έσχατος σκοπός.

Αυτό λέγεται Παράδοση. Αλλά η Παράδοση, όπως η Αγία Γραφή, τα Πατερικά, η λειτουργική πράξη, η ηθική, κτλ., δεν είναι ο καθαυτός σκοπός, αλλά οι μαρτυρίες, οι αποδείξεις ότι η κοινότητα, το σύνολο, η σύναξη, ο λαός του Θεού πορεύεται σωστά και φτάνει στον προορισμό του.

Μετά γίνεται άριστος κύκλος. Και όταν νομίζουμε ότι φθάσαμε, τότε αποδεικνύεται ότι ακόμα δεν ξεκινήσαμε καν το δρόμο. Το παράδοξο πάλι!

Αυτή είναι η Εκκλησία. Μια οδός χωρίς τέλος. Άβυσσος άπειρος. Βουτάμε στο κενό και πέφτουμε, ατελείωτα πέφτουμε. Πέφτουμε στον εαυτό μας. Στον Εαυτό Του. Και ας γίνω αντί-φατικός. Μάλλον αποφατικός.

Η Εκκλησία είναι η κατεξοχήν πραγμάτωση της θείας απλότητας στο επίπεδο της σχετικότητας της δημιουργίας: Deus semplicitas est7.

Το απλό ταυτίζεται, ή τουλάχιστον σχετίζεται, με το τέλειο. Το τέλειο με το Θεό. Και η απλότητα είναι μέσον και απόδειξη ότι λάβαμε και τελούμε την Παρακαταθήκη και ότι, επιτέλους, καταλάβαμε και κάναμε σάρκα την «επιθυμία» του μόνου Δεσπότου: Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν8!


1. Αναφέρομαι ειδικά σε μένα.
2. Αλλά δεν ντρέπομαι. Πρόσφατα άκουσα από ένα Γέροντα μοναχό (ορθοδοξότατος, μάλιστα) ότι ο χριστιανός δεν δύναται να μην είναι εμπαθής και ρομαντικός. Και ο πρώην Ρώμης Βενέδικτος (ελπίζω να πιάσει το παράδειγμα) έλεγε ότι δυσπιστούσε τους θεολόγους που είναι καλλιτεχνικά αναίσθητοι!!!
3. Εδώ μάλιστα ντρέπομαι για τη χρήση της έννοιας θρησκείας σε σχέση με την Ορθοδοξία: lapsus linguae!!!
4. Ησ. 6:9.
5. Ματθ. 5: 48.
6. Α ́ Ιω. 1:1.
7. Ioanni Duns Scoti, Reportario I-A, q.4, 99: “Quia Augustinus dicit II de Civitate Dei cap.10,
quod simplicitas in Deo est ex hoc quod Deus est quidquid habet, ideo quaero utrum simplicitas divina in hoc consistit”.
8. Ωσ. 6:6; Μιχ. 6:8; Ματθ. 12:7; Μάρκ. 2:17; Λουκ. 5:32; Λουκ. 19:10; 1Τιμ. 1:15;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου