Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

«...ΕΩΣ ΕΣΧΑΤΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ»

ΚΑΙ ΕΣΕΣΘΑΙ ΜΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ… ΕΩΣ ΕΣΧΑΤΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ[1]

Γράφει ο π. Σέργιος Μαρνέλλος, Δρ. Θεολογίας και εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου («της Μητρόπολης») πόλεως Ιωαννίνων.

«…λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς»[1]
[1] Πραξ., 1, 8.

Ο συγγραφέας των Πράξεων των Aποστόλων Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει το λόγο του Χριστού: «θα λάβετε δύναμη όταν θα έρθει το Άγιο Πνεύμα σ’ εσάς, και θα γίνετε μάρτυρες δικοί μου, στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και ως τα πέρατα της γής». Ο Χριστός με τη ρήση αυτή επαγγέλλεται δυο πράγματα, πρώτον την αποστολή του Αγίου Πνεύματος προς τους αποστόλους και δεύτερον ότι οι απόστολοι θα δώσουν μαρτυρία Χριστού στα πέρατα της οικουμένης. Αυτή η μαρτυρία της Βασιλείας του Θεού δεν παύει να είναι ζητούμενο της αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας στους αιώνας. Η λέξη «μάρτυρες», «μαρτυρία» έχει σημαντικό περιεχόμενο και εκφράζει την προσωπική, αληθή και αξιόπιστη εμπειρία η οποία αποκαλύπτεται, εξωτερικεύεται, γνωστοποιείται, ανακοινώνεται. Έτσι, η μαρτυρία Χριστού δεν παραμένει κρυφή, δεν είναι μυστική ούτε στατική, αλλά μεταδίδεται, αγγέλλεται και κοινωνείται καθώς βρίσκεται σε σχέση με τον κάθε άνθρωπο προσωπικά και γενικά με όλη την ανθρωπότητα.
Η Εκκλησία ήδη από την Πεντηκοστή με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος και με την εντολή του αναστάντος Χριστού «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν»
[3] ανέλαβε την αποστολή ένταξης πάντων των εθνών στην Εκκλησία δια του βαπτίσματος και της μετάδοσης του ευαγγελικού μηνύματος ότι η Βασιλεία του θεού είναι ήδη παρούσα και συγχρόνως ερχόμενη. Στην προοπτική αυτή ο Ρουμάνος καθηγητής Ion Bria ανακεφαλαιώνει λέγοντας «αγαλλόμενη, με την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και μπροστά στο μεγαλείο της Αναστάσεως, η Εκκλησία διακηρύσσει στον κόσμο «᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον.» (Α΄ Κορ. 2, 2), διακηρύσει το Χριστό που είναι «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος» (Αποκ., 1, 8. 4, 8)»[4]. Παράλληλα με την εντολή του ευαγγελισμού των εθνών ο Χριστός διαβεβαίωσε τους αποστόλους ότι στο έργο τους αυτό που είναι και έργο της Εκκλησίας «μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».
Η Εκκλησία δεν κάνει τίποτα άλλο από το να συνεχίζει το έργο του κατεξοχήν αποστόλου Χριστού, ο οποίος στάλθηκε στον κόσμο από το Θεό Πατέρα για να σώσει τον άνθρωπο
[5]. Η ενανθρώπηση του Χριστού θα λέγαμε είναι η υπέρτατη έκφραση ιεραποστολής δια της άρρητης αγάπης του Θεού. «Kαθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς»[6] θα πει ο Χριστός στους αποστόλους του, στους οποίους ενεφύσησε Πνεύμα Άγιον καθιστώντας τους έτοιμους για να συνεχίσουν το έργο Του. Έργο, το οποίο καρποφόρησε με τις περιοδείες των αποστόλων και των μαθητών του, έργο που συνεχίζεται έως τις ημέρες μας και θα επιτελείται έως της Δευτέρας και Ενδόξου Παρουσίας.
Οι εντολές του Χριστού προς τους Αποστόλους αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη και ευθύνη της Εκκλησίας η οποία καθίσταται αποστολική όχι μόνο επειδή οικοδομήθηκε στο θεμέλιο των Αποστόλων
[7] αλλά και διότι έχει τον χαρακτήρα της αποστολής προς τον κόσμο, ως τα έσχατα της γης. Σίγουρα πολύς κόσμος γνωρίζει και αντιλαμβάνεται το έργο της Εκκλησίας στις μη χριστιανικές περιοχές του πλανήτη μας. Το έργο αυτό είναι γνωστό και ως Ιεραποστολή. Ο όρος αυτός είναι αρκετά μεταγενέστερος, μόλις του προηγουμένου αιώνος κατ’ επιρροήν της δυτικής ορολογίας[8]. Η συστηματικοποίηση της ορθόδοξης θεολογίας στα Πανεπιστήμια ενέταξε νέους δυτικόφερτους όρους στη γλώσσα της Εκκλησίας και εν προκειμένω όρους όπως εσωτερική και εξωτερική ιεραποστολή. Ανάμεσα στον όρο ιεραποστολή και στον αγιογραφικό μαρτυρία θα θεωρήσουμε προτιμητέο τον δεύτερο, τη μαρτυρία Χριστού.
Το έργο λοιπόν της μαρτυρίας είναι επιτακτική ανάγκη ή καλύτερα και πιο σωστά έργο αγάπης
[9]. Διότι αφενός στηρίζεται στην εντολές του Χριστού αλλά υποστηρίζεται και ενεργοποιείται δια της αγάπης, καθώς η πραγματική αγάπη προς τον πλησίον μας ωθεί στη μετάδοση της εμπειρίας μας σε όλο τον κόσμο και σ’ όλους τους ανθρώπους. Όταν κανείς διακατέχεται από τη χαρά της αναστάσεως του Χριστού δε μένει βουβός αλλά θέλει να μεταδώσει την ευχάριστη είδηση καθώς οδηγείται σε αυτό από εσωτερική παρόρμηση να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο και τους ανθρώπους.
Για το Χριστιανό δεν υπάρχει δούλος ή ελεύθερος, Ιουδαίος ή Έλληνας
[10], δηλαδή δεν υπάρχουν φυλές και διαχωρισμοί στο γένος των ανθρώπων. Όλοι είμαστε παιδιά του αυτού δημιουργού Θεού και οι όποιοι διαχωρισμοί είναι αποτέλεσμα της πεπτωκυίας φύσης του ανθρώπου. Όμως ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε για όλο το ανθρώπινο γένος, γι’ αυτό και το ζητούμενο είναι να γίνουμε ένα εν Χριστώ Ιησού. Η ενότητα αυτή επιτυγχάνεται με την ένταξή μας δια του βαπτίσματος στο σώμα της Εκκλησίας, στο σώμα του Χριστού, όπου δια της μετοχής μας στη Θεία Κοινωνία γινόμαστε ο ένας μέρος του άλλου, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους»[11]. Γι’ αυτό και δεν είναι επαρκής μόνο η κηρυγματική ιεραποστολή. Η εντολή του Χριστού αναφέρει τρεις ρηματικούς τύπους: μαθητεύσατε, διδάσκοντες, βαπτίζοντες. Τρία στάδια για να μεταδοθεί η εμπειρία, η γνώση και η μαρτυρία, για να φτάσει κανείς στο βάπτισμα, απαραίτητη προϋπόθεση ένταξης στην Εκκλησία, η οποία δίδει τη δυνατότητα μετοχής στη Θεία Ευχαριστία.
Το έργο του ευαγγελισμού των εθνών δεν είναι ανθρώπινο επίτευγμα. Άλλωστε και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη βλέπουμε το Θεό να «αυτοαποκαλύπτεται και να αυτομαρτυρείται»
[12]. Και σ’ αυτό το επίπεδο δεν είμαστε παρά «Θεού συνεργοί» όπως γράφει ο Απόστολος των εθνών Παύλος[13]. Η μαρτυρία Χριστού είναι κύριο έργο του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και στον κόσμο. Ο Χριστός μιλώντας για το έργο του Αγίου Πνεύματος λέγει ότι «όταν έρθει εκείνος, το Πνεύμα τής αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια, γιατί δεν θα μιλήσει από μόνος του, αλλά θα πει όσα θα ακούσει, και θα σας αναγγείλει τα μέλλοντα. Εκείνος θα φανερώσει τη δική μου δόξα γιατί θα πάρει από αυτά που έχω και θα σας τα αναγγείλει»[14]. Η συνέργεια αυτή γίνεται πιο σαφής σε άλλο σημείο, όπου ο Χριστός λέγει προς τους αποστόλους: «όταν, όμως, έρθει ο Παράκλητος, που εγώ θα στείλω σε σας από τον Πατέρα, το Πνεύμα τής αλήθειας, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, εκείνος θα δώσει μαρτυρία για μένα. Αλλά κι εσείς δίνετε μαρτυρία, επειδή εξαρχής είστε μαζί μου»[15]. Η ζωογόνος παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία τροφοδοτεί το έργο της μαρτυρίας Χριστού και είναι αυτή η οποία αποφέρει καρπούς.
Βέβαια ο ευαγγελισμός των εθνών δεν είναι και δεν πρέπει να είναι αναγκαστικός, ή να βασίζεται στην ανάγκη όπως, δυστυχώς, αρκετές φορές συνέβη στο παρελθόν αλλά οφείλει να βασίζεται στην ελεύθερη και εκούσια προσέλευση του κάθε ανθρώπου στην Εκκλησία η οποία είναι χώρος ελευθερίας: «όπου είναι το Πνεύμα τού Κυρίου, εκεί υπάρχει ελευθερία»
[16] λέγει ο απόστολος Παύλος και αλλού προτρέπει τους Γαλάτες «στην ελευθερία, λοιπόν, με την οποία μας ελευθέρωσε ο Χριστός, να μένετε σταθεροί»[17]. Οφείλει λοιπόν ο ευαγγελισμός των εθνών να περιορίζεται στη φράση του Φιλίππου στο Ναθαναήλ «ἔρχου καὶ ἴδε»[18], δηλαδή στη μετάδοση της μαρτυρίας και στην πρόσκληση η μαρτυρία αυτή να μεταπλαστεί ελεύθερα σε προσωπική μαρτυρία. Αναμφίβολα στα πλαίσια της μαρτυρίας Χριστού θα εκφραστεί η αγάπη προς το συνάνθρωπο η οποία ουσιαστικά είναι η άδολη, η ανυστερόβουλη και γνήσια αγάπη προς το Θεό, αν αναλογιστούμε τα λόγια του Χριστού: «πείνασα, και δεν μου δώσατε να φάω δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και δεν με φιλοξενήσατε, γυμνός, και δεν με ντύσατε, ασθενής και σε φυλακή, και δεν με επισκεφθήκατε… Σας διαβεβαιώνω, καθόσον δεν το κάνατε αυτό σε έναν από τούτους τούς ελάχιστους, δεν το κάνατε ούτε σε μένα»[19]. Ωστόσο αυτή η αγάπη δεν πρέπει να είναι ανταποδοτική και να στοχεύει στην εξαγόραση ουσιαστικά της πίστης του ανθρώπου, οπότε παύει να είναι ουσιαστικά αγάπη, αλλά πρέπει να περιορίζεται στα πλαίσια αυτής της μαρτυρίας Χριστού.
Δεν διαχώρισα ούτε θα διαχωρίσω τη μαρτυρία Χριστού με όρους εσωτερικής και εξωτερικής ιεραποστολής. Άλλωστε η Εκκλησία είναι μια διαρκής αποστολή όπου αγιάζει και αγιάζεται, μεταπλάθει και ανακαινίζει συνεχώς τον κόσμο. Αυτό συμβαίνει σε κάθε έκφραση της Εκκλησίας είτε σε χώρες με αμιγώς χριστιανικό πληθυσμό, είτε σε χώρες και περιοχές όπου δεν έχουν ακούσει ακόμα για Χριστό, ή ακόμα σε περιοχές όπου έχουν μια εσφαλμένη μαρτυρία Χριστού. Με τη διαποίμανση λοιπόν του λαού του Θεού, με την προσωπική μαρτυρία και τη μετάδοση του ευαγγελικού μηνύματος, με τις ακολουθίες και τα μυστήρια, με τη μέριμνα των ασθενών, των γερόντων, των πτωχών και των πεινασμένων, με την κατήχηση, με λόγους και ομιλίες, με την δημιουργία ειδικών αποστολών που απευθύνονται σε όλα τα έθνη και με κάθε άλλη έκφραση και δυνατότητα η Εκκλησία επιχειρεί να φέρει σε σχέση τον άνθρωπο με το Θεό. Μα πρώτα και κύρια με την εξασφάλιση της τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας, δηλαδή του μυστηρίου της Βασιλείας του Θεού, σε κάθε τόπο ώστε η μαρτυρία Χριστού να γίνεται μετοχή στο σώμα και το αίμα του Χριστού.
Είναι λοιπόν μέριμνα της Εκκλησίας η μαρτυρία του Χριστού στα έθνη απανταχού της γης αλλά επίσης είναι εξίσου μέριμνα του καθενός από εμάς να μαρτυρούμε Χριστό. Μα θα πει κάποιος πώς θα γίνει αυτό; Θα αφήσουμε τις οικογένειές μας, θα αφήσουμε τις δουλειές μας για να τρέξουμε στην Αφρική, στην Ασία και παντού; Μα θα πείτε δεν είμαστε ιερείς, δεν είμαστε κατάλληλοι για ένα τέτοιο έργο. Ο καθ’ ένας από εμάς ως μέλος του σώματος της Εκκλησίας και δια της Εκκλησίας έχει τη δυνατότητα της αποστολής, έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση της μαρτυρίας και της ομολογίας Χριστού. Ο Χριστός είναι σαφής, όταν λέγει «καθένας που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, και ο Υιός τού ανθρώπου θα τον ομολογήσει μπροστά στους αγγέλους τού Θεού. Ενώ, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, και ο Υιός τού ανθρώπου θα τον αρνηθεί μπροστά στους αγγέλους τού Θεού»
[20].
Βέβαια όπως είπαμε προηγουμένως αυτή η μαρτυρία οφείλει να είναι αποτέλεσμα της αγάπης και της χαράς της αναστάσεως του Χριστού, οφείλει να είναι βιωματική, ανεπιτήδευτη, αυθεντική, όπως οφείλει να είναι η ίδια η ζωή κάθε χριστιανού. Δυστυχώς πολλές φορές εμείς οι χριστιανοί δίνουμε τη χειρότερη μαρτυρία όντας ψεύτικοι, υποκριτές, έχοντας αναντιστοιχία λόγων και έργων, εκφράζοντας έναν ατέρμονο εγωισμό και μιαν απέραντη σκληρότητα και μισαλλοδοξία. Ο Ιερός Χρυσόστομος καταγράφει αυτή την κατάσταση λέγοντας: «Μη μένουμε με σταυρωμένα τα χέρια, ας ανασκουμπωθούμε μόνο τότε θα καταφέρουμε να ανασύρουμε του ειδωλολάτρες από την πλάνη. Όταν όμως μιλάμε για υψηλές έννοιες και παράλληλα στην πράξη ενεργούμε κάθε ασχήμια, τι μάτια θα ‘χουμε να τους αντικρύσουμε; Πως θα τολμήσουμε να συζητήσουμε για τα δόγματα; Πες μου, δηλαδή, τι θα ‘χεις να πεις στον ειδωλολάτρη όταν είσαι σφετεριστής και πλεονέκτης; Θα του πεις να εγκαταλείψει την ειδωλολατρία; Να αποκτήσει φόβο Θεού; Να μη προσκολλάται στα λεφτά; Μα θα γελάσει μαζί σου και θα σου πει•δεν τα λες καλύτερα αυτά στον εαυτό σου πρώτα; Δεν είναι εξίσου σφαλερό να λατρεύει τα είδωλα ο ειδωλολάτρης και να κάνει το ίδιο κι ο χριστιανός; Πώς θα μπορέσουμε να τους απαλλάξουμε από εκείνη την ειδωλολατρία από την οποία εμείς δεν απαλλασσόμαστε; Ο εαυτός είναι πιο κοντά μας απ’ ότι ο συνάνθρωπός μας. Όταν δεν είμαστε σε θέση να πείσουμε τον εαυτό μας, πως θα πείσουμε τους άλλους;»
[21]. Ο γνωστός ινδουιστής πολιτικός, οραματιστής της ινδικής ανεξαρτησίας και αδελφοσύνης Μαχάτμα Γκάντι ο οποίος είχε μελετήσει την Αγία Γραφή και ιδίως την Καινή Διαθήκη και έχοντας προσωπική πείρα των χριστιανών σημειώνει χαρακτηριστικά «αναμφιβόλως θα ήμουν χριστιανός, αν οι χριστιανοί ήταν χριστιανοί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο»[22].
Ακριβώς, η μαρτυρία Χριστού πρέπει να θεμελιωθεί πρώτα στέρεα και αυθεντικά σε εμάς τους ίδιους, ώστε αφενός να πάψουμε να υποκρινόμαστε φαρισαΐζοντας και αφετέρου να σταματήσουμε να ντρεπόμαστε γι’ αυτό το οποίο είμαστε μην τυχόν φανούμε δήθεν οπισθοδρομικοί και εκτός του ρεύματος της εποχής. Ας μην ξεχνάμε τον λόγο του Χριστού: «όποιος, ζώντας μέσα σ’ αυτή τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν κι ο Υιός του Ανθρώπου»
[23]. Μην έχουμε αυταπάτες, αυτός ο κόσμος ήταν και είναι άπιστος και αμαρτωλός, γι’ αυτό και χρειάζεται να ζυμωθεί[24] με τη μαρτυρία Χριστού, δηλαδή την εμπειρία του Θεού, την οποία αποκτάμε προσωπικά μετέχοντας στο κοινό ποτήριο, γινόμενοι «σύσσωμοι και σύναιμοι» Χριστού[25]. Ας συναισθανθούμε το λόγο της δευτέρας Πέτρου Επιστολής που μας προτρέπει: «να καταβάλετε κάθε προσπάθεια για να πλουτίσετε την πίστη σας με την αρετή, την αρετή με τη γνώση, τη γνώση με την αυτοκυριαρχία, την αυτοκυριαρχία με την υπομονή, την υπομονή με την ευσέβεια, την ευσέβεια με την αγάπη για τους αδερφούς, την αγάπη για τους αδερφούς με την αγάπη για όλους. Γιατί, αν αυτά τα έχετε και τα πολλαπλασιάζετε, θα σας βοηθήσουν να γίνετε δραστήριοι κι αποδοτικοί για να μπορέσετε να γνωρίσετε βαθύτερα τον Κύριο μας Ιησού Χριστό»[26].
Αυτή η γνωριμία και η Κοινωνία Χριστού είναι αναγκαία προϋπόθεση, ώστε να γίνουμε και εμείς ως και οι Απόστολοι Του «αυτήκοες και αυτόπτες» μάρτυρες Του, πρώτα-πρώτα στα παιδιά μας, τα οποία χρειάζονται την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα και το βίωμα και όχι κενά λόγια, επιτακτικές συμβουλές και ένα πολύπλοκο σύστημα με αναρίθμητες απαγορεύσεις και επιταγές. Κατά δεύτερον, μαρτυρία Χριστού οφείλουμε ο ένας σύζυγος προς τον άλλον. Τελικά ας αναρωτηθούμε πόσο μπορέσαμε να κάνουμε «ιεραποστολή» στο ίδιο το σπίτι μας; Στην οικογένεια μας, στους συγγενείς και στους γείτονες μας και γενικά στους συνανθρώπους μας; Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι απλά η μετάδοση της διδασκαλίας του Χριστού αλλά η μαρτυρία Χριστού, η διδασκαλία ως βίωμα και πράξη, όπως ουσιαστικά το λέγει ο Χριστός: «ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»
[27]. Για να διδάξει κανείς πρέπει πρώτα να ποιήσει, να κάνει βίωμα τη διδασκαλία, ώστε να έχει και αποτέλεσμα η μετάδοση της διδασκαλίας προς τους υπολοίπους. Παρατηρώντας την Ελλάδα, του σήμερα των άνω του 90 τις εκατό Χριστιανών Ορθοδόξων, για να μη μιλήσουμε γενικά για το χριστιανικό κόσμο, βλέπουμε άραγε πουθενά να είναι παρόν αυτό το βίωμα και η μαρτυρία Χριστού; Δυστυχώς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είμαστε χριστιανοί μόνον κατ’ όνομα, χριστιανοί της ταυτότητας.
Είναι ώρα αδελφοί και Πατέρες να ανταποκριθούμε στην κλήση μας δια του βαπτίσματος από τον Χριστό, ο οποίος έσπειρε με το απολυτρωτικό του έργο και ζητά εργάτες ή μάλλον συνεργάτες: «ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι·δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ»
[28]. Η Εκκλησία του Χριστού δια της Ιεραποστολής ή καλύτερα της μαρτυρίας Χριστού επιχειρούσε και επιχειρεί το έργο του φωτισμού των εθνών και γενικά των ανθρώπων[29]. Το έργο αυτό δεν είναι απρόσωπο και άσχετο με εμάς, θα λέγαμε ότι πρωτίστως ξεκινά από εμάς τους ίδιους, αν θέλουμε να λεγόμαστε μέλη του σώματος του Χριστού. Η καλύτερη διδασκαλία προς τους αθέους, προς τους αλλόθρησκους, προς τους ετερόθρησκους αλλά και προς τους αδιάφορους χριστιανούς οφείλει να είναι η ζωή μας και ο Θεός Πατέρας στη προοπτική αυτή θα ανοίξει τη θύρα της πίστεως[30] στις καρδιές όλων των ανθρώπων.


[1] Ομιλία στα πλαίσια του προγράμματος ομιλιών της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων, Ιωάννινα 15 Φεβρουαρίου 2009.
[2] Πραξ., 1, 8.
[3] Ματθ., 28, 19-20.
[4] Ion Bria-Πέτρου Βασιλειάδη, Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1989, σ. 27.
[5] Βλ. Ιωαν., 3, 16-18. 3, 34. 4, 34. 5, 24-43. 6, 29. 6, 38-45. 7, 16-33. 10, 36. 8, 16-19. 8, 26-29. 12, 44-49. 14, 24-31. 15, 21. 16, 5. Πραξ., 3, 26. Γαλ., 4, 6. Ρωμ., 8, 3
[6] Ιωαν., 20, 21.
[7] Βλ. Εφ., 2, 20.
[8] Βλ. Ηλία Βουλγαράκη, «Ιεραποστολή», εν ΘΗΕ, τόμ. 6, 763.
[9] Ο Ηλίας Βουλγαράκης σημειώνει «…η ιεραποστολή δεν αποτελεί απλά μια χρήσιμη πράξη ή μια ωφέλιμη και αξιοσύστατη ενέργεια, αλλά μια αυτονόητη και αδήριτη αναγκαιότητα», Ιεραποστολή, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1989, σ. 213.
[10] Βλ. Γαλ., 3, 27-28, Κολ. 3, 11.
[11] Α΄ Κορ., 12, 27.
[12] Βλ. Γεωργίου Μαρνέλλου, Ο Ιερεύς ως μάρτυρας της παρουσίας του Χριστού στην Εκκλησία και τον κόσμο, τεύχος Α΄, Άγιος Νικόλαος Κρήτης 1996, σ. 73.
[13] Α΄ Κορ., 3, 9.
[14] Βλ. Ιωαν., 16, 12-15.
[15] Ιωάν., 15, 26-27.
[16] Β΄ Κορ., 3, 17.
[17] Γαλ., 5, 1.
[18] Ιωάν., 1, 47.
[19] Βλ. Ματθ., 25, 34-46.
[20] Λουκ., 12, 8-9.
[21] PG 60, 440.
[22] Βλ. λήμμα «Μαχάτμα Γκάντι» στην ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια http://el.wikipedia.org
[23] Μαρκ., 8, 38.
[24] Α΄ Κορ., 5, 6-8. και Γαλ., 5, 9.
[25] Κατηχήσεις Κυρίλλου Ιεροσολύμων Δ, 3.
[26] Β΄ Πέτρ., 1, 3-8.
[27] Ματθ., 5, 19.
[28] Ματθ., 9, 38.
[29] Βλ. Πραξ., 13, 47.
[30] Βλ. «ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως», Πραξ., 14, 27.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου